- συνθιασίτης
- ὁ, θηλ. συνθιασῑτις, -ίτιδος, Ααυτός που μετέχει στον ίδιο θρησκευτικό θίασο με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + θιασίτης «θιασώτης, μέλος θρησκευτικού θιάσου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνθιασιτεύω — Α [συνθιασίτης] μετέχω σε θίασο που μετέχει σε βακχικές τελετές … Dictionary of Greek
συνθιασώτης — ο, ΝΑ, και θηλ. συνθιασώτρια Ν, και αττ. τ. ξυνθιασώτης Α νεοελλ. οπαδός τής ίδιας ιδεολογίας, ομόφρων («συνθιασώτης στο παγκόσμιο κίνημα ειρήνης») μσν. μτφ. αυτός που διαπράττει κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τῆς δυσσεβείας... συνθιασῶται», Φώτ.)… … Dictionary of Greek